αναξίαλος

αναξίαλος
ἀναξίαλος, ο (Α)
(επίθ. τού Ποσειδώνος) βασιλιάς, κύριος τής θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + ἅλς, ἁλός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναξίαλος — lord of the sea masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άναξ — (anax). Επιστημονική ονομασία γένους οδοντογνάθων εντόμων της οικογένειας των λιβελλιδών. Τα έντομα αυτά βρίσκονται σε όλους τους τόπους όπου υπάρχουν στάσιμα γλυκά νερά. Γνωστά είναι γύρω στα δώδεκα είδη, από τα οποία τα τρία ζουν στην Ευρώπη.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”